Ausweiten στα ελληνικά
Μετάφραση: ausweiten, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πλαταίνω, φαρδαίνω, διευρύνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
![Ausweiten στα ελληνικά Ausweiten στα ελληνικά](https://www.dictionaries24.com/images/gr-de-gr-4226.png)
Μεταφράσεις
- ausweisend στα ελληνικά - αποδεικνύουν, που αποδεικνύουν, αποδεικνύει, που αποδεικνύει, πιστοποιούν
- ausweisung στα ελληνικά - εξορία, απέλαση, αποβολή, εξορίζω, απέλασης, απομάκρυνσης, εκδίωξη
- ausweitung στα ελληνικά - προέκταση, κλιμάκωση, διαστολή, έκταση, επέκταση, εξάπλωση, διεύρυνση, ...
- auswerfend στα ελληνικά - ρίχνουν, πετώντας, ρίχνει, ρίχνοντας, ρίψη
Τυχαίες λέξεις
Ausweiten στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πλαταίνω, φαρδαίνω, διευρύνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί
Μεταφράσεις: πλαταίνω, φαρδαίνω, διευρύνω, επεκτείνουν, επεκτείνετε, επεκτείνει, να επεκτείνουν, επεκταθεί