Λέξη: ορεκτικό

Σχετικές λέξεις: ορεκτικό

ορεκτικό με μανιτάρια, ορεκτικό με φέτα, ορεκτικό με καπνιστή πέστροφα, ορεκτικό με σολομό, ορεκτικό με μελιτζάνες, ορεκτικό για τραπέζι, ορεκτικό με καπνιστό σολομό, ορεκτικό με προσούτο, ορεκτικό με πιπεριές, ορεκτικό με κοτόπουλο

Συνώνυμα: ορεκτικό

ορεκτικά, πρώτα πιάτα, σνακ

Μεταφράσεις: ορεκτικό

ορεκτικό στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
starter, appetizer, side dish, hors d'oeuvre, appetizing

ορεκτικό στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aperitivo, aperitivo de, entremes, alimento aperitivo, aperitivos

ορεκτικό στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
anlasser, starrer, neuling, starter, vorspeise, Vorspeise, appetizer, aperitif, Vorspeisen, abendessen aperitif

ορεκτικό στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
apprenti, nouveau, novice, démarreur, apéritif, entrée, appetizer

ορεκτικό στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
antipasto, aperitivo, alimento antipasto, antipasti, appetizer

ορεκτικό στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
iniciar, começo, começar, partir, aperitivo, alimento aperitivo, aperitivos, aperitivo de, appetizer

ορεκτικό στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanzetschakelaar, starter, voorgerechten, hapje, voorgerecht, aperitief, aperitiefje

ορεκτικό στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
стартёр, новичок, стартер, диспетчер, закуска, закуски, закуску, закуской, аперитив

ορεκτικό στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
forrett, forretten, appetiser, appetizer

ορεκτικό στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
appetizer, förrätt, aptitretare

ορεκτικό στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
alkupala, alkuruoat, appetiser, alkuruoka, appetizer

ορεκτικό στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
appetitvækker, appetizer, forretter, forret

ορεκτικό στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
spouštěč, startér, předkrm, chuťovka, aperitiv, appetizer

ορεκτικό στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przystawka, rozrusznik, przekąska, zakąska, przystawek, appetizer

ορεκτικό στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
tápszer, indító, indítókészülék, elindító, előétel, étvágycsináló, appetizer, étvágygerjesztő, előételnek

ορεκτικό στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
meze, appetizer, iştah açıcı, mezeler

ορεκτικό στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
стартер, закуска, закуски

ορεκτικό στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
meze, meze të, antipastë

ορεκτικό στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
предястие, мезе, аперитив, аператив

ορεκτικό στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
новы, закуска, закускі, закусь

ορεκτικό στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
käiviti, starter, eelroog, eelroa, appetizer, suupisted, aperatiiviks

ορεκτικό στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
predjelo, aperitiv, predjelima, s predjelima

ορεκτικό στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
appetizer

ορεκτικό στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
užkandis, užkandžių, appetizer, užkandėlė, užkandis iš

ορεκτικό στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
uzkodas, uzkoda, ēstgribu, aperitīvu, garšviela

ορεκτικό στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
мезе, предјадење, апетисани

ορεκτικό στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
aperitiv, aperitive, cu aperitive, de aperitiv, appetizer

ορεκτικό στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
začetnik, predjed, aperitiv, appetizer, predjedi

ορεκτικό στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
predjedlo, predkrm, aperitív
Τυχαίες λέξεις