Bürgermeister στα ελληνικά

Μετάφραση: bürgermeister, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δήμαρχος, δημάρχου, δήμαρχο, Mayor, ο Δήμαρχος
Bürgermeister στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bürgerlich στα ελληνικά - ευπροσήγορος, εμφύλιος, πολιτικής, αστικές, πολιτών, της πολιτικής
  • bürgerlichen στα ελληνικά - αστός, αστική, αστικής, αστικό, αστικού
  • bürgerrecht στα ελληνικά - προνόμιο, πολιτικά δικαιώματα, πολιτικών δικαιωμάτων, τα πολιτικά δικαιώματα, αστικών δικαιωμάτων, αστικά δικαιώματα
  • bürgerschaft στα ελληνικά - πολίτες, πολιτών, σύνολο των πολιτών, πολίτες που, σώμα πολιτών
Τυχαίες λέξεις
Bürgermeister στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δήμαρχος, δημάρχου, δήμαρχο, Mayor, ο Δήμαρχος