Bauelement στα ελληνικά
Μετάφραση: bauelement, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συσκευή, μηχάνημα, τέχνασμα, συστατικό μέρος, συστατικό στοιχείο, κατασκευαστικό στοιχείο, συνιστών μέρος, συνιστώντος μέρους
Μεταφράσεις
- bauchzirkel στα ελληνικά - πυξίδα, πυξίδας, της πυξίδας, την πυξίδα, πυξίδων
- baud στα ελληνικά - μπωντ
- bauen στα ελληνικά - κατασκευάζω, εξαναγκάζω, φτιάχνω, μπόι, οικοδομώ, χτίζω, κάνω, ...
- bauend στα ελληνικά - επικαλούμενη, στηριζόμενη, στηρίζονται, βασίζονται, στηρίζεται
Τυχαίες λέξεις
Bauelement στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συσκευή, μηχάνημα, τέχνασμα, συστατικό μέρος, συστατικό στοιχείο, κατασκευαστικό στοιχείο, συνιστών μέρος, συνιστώντος μέρους
Μεταφράσεις: συσκευή, μηχάνημα, τέχνασμα, συστατικό μέρος, συστατικό στοιχείο, κατασκευαστικό στοιχείο, συνιστών μέρος, συνιστώντος μέρους