Λέξη: τσουλούφι

Συνώνυμα: τσουλούφι

δέσμη, χειρόβολο, εμπρόσθινος βόστρυχος, μπροστινός βόστρυχος

Μεταφράσεις: τσουλούφι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
wisp, forelock, Tsouloufi, a wisp
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
jirón, WISP, brizna, mechón, de WISP
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wisch, strohbündel, büschel, irrlicht, haarbüschel, Fetzen, wisp, Hauch, bündel, Strähne
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
volute, faisceau, babillarde, botte, fagot, toupet, brin, mèche, WISP, feu follet, ...
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ciuffo, filo, wisp, ciocca, sbuffo
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
punhado, tufo, wisp, mecha, fiapo
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
sliert, bosje, WISP, plukje
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
дымок, пук, клок, обрывок, пучок, жгут, клочок, метелка, струйка, WISP, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dott, wisp, heter wisp, som heter wisp
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tapp, TAPP, wisp, Tofs, gnutta
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
häive, Wisp, Tukko, kiehkura, hiukkanen
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tjavs, tot, strejf, wisp, dusk
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
otýpka, pramínek, WISP, CHUCHVALEC, wispy
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
powrósło, wiecheć, wstęga, kosmyk, wiązka, miotełka, wiecha, pęczek
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
füstgomolyag, szalmacsomó, csutak, szalmacsutak, seprcske, wisp, emberke
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tutam, WISP, yakamozları, küçük süpürge, tutamı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
рідкий, блідий, слабкий, невиразний, слабий, пучок
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
tufëz, fije, bredhëse, bukël, vogëlinë
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ръкойка, нещо мимолетно, насуквам на тънка дилка, образувам тънка лента, дилка
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пучок, пук
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
argpükslik, pelglik, tuust, pahvak, kimbuke, Häive, kihar
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pramen, čuperak, snopić, nešto tanano, sugestija
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Wisp, hnoðri
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gniužulas, gniūžtė, kuokštas, Powrósło, kas nors nežymaus
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kušķis, sauja, sakopojums, malduguns
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
стиска
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
șomoiog, wisp, firicel, bucățică, smoc
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
obláček, Čreda, wisp, Sklopi slame
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
vrch, pramienok
Τυχαίες λέξεις