Λέξη: κοσκινίζω

Σχετικές λέξεις: κοσκινίζω

κοσκινίζω στα αγγλικά, κοσκινίζω αγγλικά, κοσκινίζω συνώνυμα

Συνώνυμα: κοσκινίζω

αποσκιρτώ, βιδώνω, κεραυνολογώ, ορμώ, χάφτω, ψιλοκοσκινίζω, εξετάζω λεπτομερώς, τρυπώ, προφυλάσσω, σκεπάζω, προβάλλω επί της οθόνης

Μεταφράσεις: κοσκινίζω

κοσκινίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
sieve, riddle, sift, bolt, you sift, sift through

κοσκινίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
adivinanza, criba, tamiz, cribar, cedazo, zarandear, colador, rompecabezas, enigma, acribillar, tamizar a, tamizar, filtrar, cernir

κοσκινίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sieb, rätsel, sieben, sichten, zu sichten, sieben Sie

κοσκινίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
devinette, cribler, tamis, énigme, crible, tamiser, passoire, sas, passer au crible, trier

κοσκινίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
setaccio, setacciare, indovinello, staccio, crivello, enigma, vaglio, vagliare, stagni, vagliarvi, setacci

κοσκινίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
livrado, adivinhação, crivar, enigma, peneirar, cirandar, sift, peneire, filtrarem

κοσκινίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
puzzel, zeef, raadsel, ziften, zift, zeven, stofdicht, te ziften

κοσκινίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
грохот, истыкивать, сито, изрешетить, загадка, экран, дырявить, ребус, решетить, просеивать, решето, изрешечивать, грохотить, пронизывать, просеять, отсеивать, просейте, просеивают

κοσκινίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dørslag, sil, gåte, sile, sikte, å sile, siler

κοσκινίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
såll, gåta, sålla, damm, sikta, sift, att sålla

κοσκινίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
seuloa, seula, arvoitus, sihti, siivilöidä, sift, sihdata

κοσκινίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
si, gåde, finkæmme, støvtætte, sigte, sift, sortere

κοσκινίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
cedník, síto, cedítko, prosívat, hádanka, řešeto, prosít, tříbit, tříbil, vytřídění

κοσκινίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przesiewać, podziurawić, tajemnica, sito, przetak, sitko, durszlak, rzeszoto, zagadka, przesiać, sift, przesiewania, przesiewają

κοσκινίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
szitál, rostálni, szitál a, szitálni, kiszűrjék

κοσκινίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
elek, bilmece, kalbur, elemek, sift, eleyin, elenmelidir, kalburdan geçirmek

κοσκινίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
просівати, ізотопний, визволення, сито, решето, просіяти

κοσκινίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
gjëegjëzë, shosh, analizoj, shoshë, shoshitur, të shoshitur

κοσκινίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
загадка, решето, пресявам, ръся, пресее, пресея, се пресее

κοσκινίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
просеять, прасеяць

κοσκινίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
sõel, sõelur, mõistatus, sõeluma, Siivilöidä, sõeluda, puistumiskindlad, sõelu

κοσκινίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
brbljivac, sito, tajna, rešeto, štit, ekran, prosijati, rešetati, ispitati, rastresti, i rastresti

κοσκινίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
gáta, sigta, sigta í, sía, að sigta, sælda

κοσκινίζω στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
ænigma, cribrum, griphus

κοσκινίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
mįslė, sietas, rėtis, atsijoti, pabarstyti, perkratyti, išsijoti, užbarstyti

κοσκινίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mīkla, siets, uzbērt, izsijāt, sijāt, drošiem, izanalizētu

κοσκινίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
ситото, кваси, просее, се кваси, сеат

κοσκινίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ghicitoare, cerne, trece, sift, cearnă, cerceta

κοσκινίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
síto, presejanje, odbirati, presejemo, presejati, prepuščati

κοσκινίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hádanka, preosiať
Τυχαίες λέξεις