Bedingung στα ελληνικά
Μετάφραση: bedingung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
όρος, πάθηση, κατάσταση, ρήτρα, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης
Μεταφράσεις
- bedingt στα ελληνικά - συσκευασμένων, κλιματιζόμενο, συσκευασμένα, εξαρτημένη, προετοιμασμένο
- bedingtheit στα ελληνικά - determinedness
- bedingungen στα ελληνικά - συνθήκες, όρους, προϋποθέσεις, όροι, συνθηκών
- bedingungslos στα ελληνικά - άνευ όρων, ανεπιφύλακτα, χωρίς όρους, ανεπιφύλακτη
Τυχαίες λέξεις
Bedingung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: όρος, πάθηση, κατάσταση, ρήτρα, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης
Μεταφράσεις: όρος, πάθηση, κατάσταση, ρήτρα, προϋπόθεση, όρο, κατάστασης