Λέξη: περιβόλι

Σχετικές λέξεις: περιβόλι

περιβόλι κέρκυρας, περιβόλι των μουσών, περιβόλι γρεβενών φωτογραφίες, περιβόλι ναύπλιο, περιβόλι σίφνοσ, περιβόλι σκόπελοσ, περιβόλι γρεβενών, περιβόλι δομοκού, περιβόλι του ουρανού, περιβόλι της παναγίας

Συνώνυμα: περιβόλι

κήπος, μπαξές

Μεταφράσεις: περιβόλι

περιβόλι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
orchard, garden, the garden, orchards, kitchen garden

περιβόλι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
huerto, huerta, jardín, de jardín, jardín de, jardin, el jardín

περιβόλι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
obstgarten, Garten, Gartens, Park

περιβόλι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
verger, jardin, le jardin, de jardin, jardin public, jardins

περιβόλι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
frutteto, giardino, da giardino, giardino di, giardino pubblico

περιβόλι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
órbita, pomar, jardim, de jardim, jardim de, do jardim, garden

περιβόλι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bongerd, boomgaard, tuin, de tuin, tuin van, hof

περιβόλι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
сад, сада, саду, садовый, садовая

περιβόλι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
frukthage, hage, hagen, garden, landskap

περιβόλι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
trädgård, trädgården, trädgårds, jordbruks, landskap

περιβόλι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
puutarha, yleinen puutarha, puutarhaan, puutarhassa, puutarhan

περιβόλι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
frugthave, have, haven, garden

περιβόλι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zahrada, zahradní, zahrádka, Garden, zahrady

περιβόλι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sad, ogród, ogrodowy, ogrodowe, ogrodzie, garden

περιβόλι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gyümölcsöskert, kert, kerti, kertben, kerttel, kertre

περιβόλι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bahçe, Garden, bahçesi, bir bahçe

περιβόλι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
сад, садок, саду, садочок

περιβόλι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kopsht, Garden, kopshti, kopsht të, kopshtit

περιβόλι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
градина, градински, градината, двор, място

περιβόλι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
сад, садок

περιβόλι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
parkmets, puuviljaaed, viljapuud, aed, aias, aeda, aia

περιβόλι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
voćnjak, vrt, vrtna, vrtni, vrtu, vrta

περιβόλι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
aldingarður, garður, Garden, garðurinn, garðinum, garð

περιβόλι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
sodas, Garden, sodo, sode

περιβόλι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
dārzs, dārza, atpūtas vieta, atpūtas, dārzu

περιβόλι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
градина, градината, двор, градинарски, дворот

περιβόλι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
livadă, grădină, publică, gradina, de grădină, în grădină

περιβόλι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sad, vrt, vrtni, vrtna, vrta, garden

περιβόλι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
záhrada

Στατιστικά δημοτικότητας: περιβόλι

Τυχαίες λέξεις