Λέξη: κυψέλη
Σχετικές λέξεις: κυψέλη
κυψέλη αθήνα, κυψέλη μελισσών, κυψέλη ημαθίας, κυψέλη τιμή, κυψέλη χάρτης, κυψέλη βόλος, κυψέλη αρχιτεκτονικής, κυψέλη πολυστερίνης, κυψέλη καλαμάκι, κυψέλη περόνε
Συνώνυμα: κυψέλη
μελίσσι
Μεταφράσεις: κυψέλη
κυψέλη στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
hive, beehive, cell, blister
κυψέλη στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
colmena, subárbol, la colmena, colmena de, hervidero
κυψέλη στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bienenkorb, bienenstock, Bienenstock, Bienenkorb, hive
κυψέλη στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ruche, ruches, la ruche, des ruches
κυψέλη στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
alveare, arnia, hive, dell'alveare, hive di, nell'hive
κυψέλη στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
cortiço, colméia, colmeia, hive, ramificação, ramo de
κυψέλη στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bijenkorf, korf, hive, kast, bijenkastkever
κυψέλη στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
роиться, улей, куст, улья, росток, куста
κυψέλη στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bikube, hive, strukturen, struktur
κυψέλη στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bikupa, kupan, registreringsdatafilen, datafilen, sjuder
κυψέλη στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
mehiläisparvi, Hive, pesää, pesän, omaisuudenhoitoyhtiö
κυψέλη στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
hive, bistade, hiven, bikuben, syder
κυψέλη στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
mraveniště, roj, úl, podregistr, podregistru, úlu, hive
κυψέλη στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
roić, gromadzić, ul, rój, gałąź, gałęzi, ula
κυψέλη στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
méhraj, hangyaboly, méhkas, kaptár, struktúra, struktúrát, kaptárban
κυψέλη στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kovan, kovanı, kovanını, hive
κυψέλη στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
роїтися, вулик, вулика
κυψέλη στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zgjua, hive, koshere, vorbull, fus në zgjua
κυψέλη στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
рояк, улей, кошер, кошерен, кошера, кошери
κυψέλη στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вулей
κυψέλη στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
mesilassülem, taru, mesilaspere, mesipuu, Hive, tarude
κυψέλη στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
košnica, košnice, Hive, košnicu, Grozd
κυψέλη στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
Hive, býflugnabú
κυψέλη στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
avilys, spiečius, leisti į avilį, bičių šeima, prinešti
κυψέλη στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
strops, stropu, stropa, nātrenei, stropā
κυψέλη στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кошница, кошницата, саќе, кошерен
κυψέλη στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
stup, de stup, stupul, stup de, stupului
κυψέλη στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
úl, panj, panjski, panjskega, panja, hive
κυψέλη στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
úľ, úl
Στατιστικά δημοτικότητας: κυψέλη
Τυχαίες λέξεις