Begrenzen στα ελληνικά

Μετάφραση: begrenzen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δεμένος, περιορίζω, αναχαιτίζω, περιστέλλω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας
Begrenzen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • begreift στα ελληνικά - κατανοεί, αντιλαμβάνεται, καταλαβαίνει, γνωρίζει, κατανοήσει
  • begrenzbar στα ελληνικά - να περιορίζεται, να περιορίζονται, να περιοριστεί, περιορίζεται, περιορίζονται
  • begrenzend στα ελληνικά - περιορίζοντας, περιορισμό, τον περιορισμό, περιορίζει, περιορίζουν
  • begrenzt στα ελληνικά - περιορισμένος, περιορισμένο, περιορισμένη, περιορισμένες, περιορισμένης
Τυχαίες λέξεις
Begrenzen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δεμένος, περιορίζω, αναχαιτίζω, περιστέλλω, όριο, ορίου, οριακές, οριακών, προθεσμίας