Λέξη: λουσάρω
Μεταφράσεις: λουσάρω
λουσάρω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
embellish, adorn, lousaro
λουσάρω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
ornar, hermosear, aderezar, ornamentar, embellecer, decorar, guarnecer, exornar, adornar, esmaltar, aliñar, lousaro
λουσάρω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ausschmücken, schmücken, dekorieren, verschönern, lousaro
λουσάρω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
ornent, agrémenter, ornementer, ornons, flatter, parer, embellir, enjoliver, décorer, orner, émailler, enjolivez, ornez, enjolivent, chamarrer, enjolivons, lousaro
λουσάρω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
imbellire, parare, fregiare, aggraziare, abbellire, adornare, addobbare, ornare, lousaro
λουσάρω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
enterrar, ornamentar, abrilhantar, decorar, adornar, lousaro
λουσάρω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
decoreren, uitdossen, opsieren, vermooien, opwerken, verfraaien, flatteren, versieren, lousaro
λουσάρω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
разукрасить, наряжаться, прикрашивать, лакировать, разукрашивать, приукрашивать, украшать, украсить, прикрасить, приукрасить, lousaro
λουσάρω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
smykke, lousaro
λουσάρω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pryda, smycka, försköna, lousaro
λουσάρω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
koristaa, pukea, somistaa, koristella, keikistellä, lousaro
λουσάρω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
smykke, lousaro
λουσάρω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zdobit, okrášlit, ozdobit, lousaro
λουσάρω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
przystrajać, upiększać, ozdabiać, zdobić, dekorować, lousaro
λουσάρω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
lousaro
λουσάρω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
güzelleştirmek, süslemek, lousaro
λουσάρω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прикрашати, прикрасити, прикрашувати, прикрасьте, lousaro
λουσάρω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
zbukuroj, lousaro
λουσάρω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
lousaro
λουσάρω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
lousaro
λουσάρω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ehtima, dekoreerima, kaunistama, lousaro
λουσάρω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
uljepšavati, ukrašavati, izmišljati, krasiti, dotjerati, poljepšati, ukrasiti, lousaro
λουσάρω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
lousaro
λουσάρω στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
orno, decoro
λουσάρω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
lousaro
λουσάρω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
lousaro
λουσάρω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
lousaro
λουσάρω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
împodobi, lousaro
λουσάρω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
lousaro
λουσάρω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
lousaro
Τυχαίες λέξεις