Berechtigen στα ελληνικά

Μετάφραση: berechtigen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δικαιώνω, δικαιολογώ, το δικαίωμα, δικαίωμα, εξουσιοδοτούν, δίνει το δικαίωμα, παρέχουν το δικαίωμα
Berechtigen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • berechtig στα ελληνικά - Γονική διαβάθμιση, αξιολόγησης γονικού, Γονική διαβάθμιση για, αξιολόγηση γονικής, Γονική διαβάθμιση Στη
  • berechtige στα ελληνικά - τιτλοφορώ, κατατακτήριες, που πληροί τις προϋποθέσεις, που πληρούν τις προϋποθέσεις, πληροί τις προϋποθέσεις, ειδική
  • berechtigend στα ελληνικά - δικαίωμα, επιτρέπει, που επιτρέπει, που επιτρέπουν, οποία επιτρέπει
  • berechtigt στα ελληνικά - με τίτλο, τίτλο, δικαιούται, δικαιούνται, το δικαίωμα
Τυχαίες λέξεις
Berechtigen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δικαιώνω, δικαιολογώ, το δικαίωμα, δικαίωμα, εξουσιοδοτούν, δίνει το δικαίωμα, παρέχουν το δικαίωμα