Λέξη: μπρούτζος

Σχετικές λέξεις: μπρούτζος

μπρούντζος στα αγγλικά, μπρούντζος ορείχαλκος

Συνώνυμα: μπρούτζος

ορειχάλκινος, αυθάδης

Μεταφράσεις: μπρούτζος

μπρούτζος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
bronze, brazen, brass, brazed, brazed configurations

μπρούτζος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
bronceado, bronce, descarado, de bronce, descarada, descarados

μπρούτζος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bronzen, bronze, dreist, unverschämt, frech, ehern, schamlos

μπρούτζος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
bronze, airain, effronté, éhonté, d'airain, effrontée

μπρούτζος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
bronzo, sfacciato, sfacciata, di bronzo, sfrontato, di rame

μπρούτζος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
bronze, bronzear, descarado, de bronze, descarada, brazen

μπρούτζος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
bronzen, brons, koperen, brutale, schaamteloze, brutaal

μπρούτζος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
латунь, бронза, медный, наглый, нагло, наглые, наглым

μπρούτζος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
bronse, skamløs, frekke, frekk, kobber, frekt

μπρούτζος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
brons, fräck, brazen, fräcka, skamlösa

μπρούτζος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
pronssi, röyhkeä, posketon, julkea, brazen, röyhkeää

μπρούτζος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bronze, fræk, skamløse, uforskammede, frække, skamløs

μπρούτζος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
bronz, drzý, drzá, bezostyšné, bezostyšný, bezostyšná

μπρούτζος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
brązowanie, brąz, spiż, bezczelny, nachalny, cyniczny, brazen, bezwstydne

μπρούτζος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bronz, bronztárgy, arcátlan, pimasz, szemtelen, szemérmetlen, arcátlansága

μπρούτζος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tunç, bronz, pirinç, yüzsüz, brazen, arsız, utanmaz

μπρούτζος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
бронза, бронзовий, мідний

μπρούτζος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i pacipë, prej bronzi, pacipë, bronzi

μπρούτζος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
бронз, бронза, меден, бронзов, нагло, медната, безсрамно

μπρούτζος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
медны, медную, медзяны

μπρούτζος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
pronks, pronksese, pronksist, häbematu, jultunud, häbematum, brazen, häbematud

μπρούτζος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mesingan, drzak, drski, drska, bezobrazan

μπρούτζος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
brazen

μπρούτζος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
bronza, varinis, Naglių, įžūliam, varinę, begėdis

μπρούτζος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
bronza, bronzas, nekaunīgs, nekaunīga, izturēties nekaunīgi, misiņa

μπρούτζος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
бронзата, безобразен, дрски, дрска, безобразно, дрзок

μπρούτζος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
bronz, de bronz, aramă, de aramă, brazen

μπρούτζος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
bronast, bron, nesramna, Mesingan, nesramno, Brazen

μπρούτζος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
bronzový, bronz, drzý
Τυχαίες λέξεις