Λέξη: μπόι

Σχετικές λέξεις: μπόι

μπόι τζορτζ, τέντυ μπόι, μπόι βικιλεξικο, πλέι μπόι, τζον μπόι, ολντ μπόι, μπόι δυο πήχες

Συνώνυμα: μπόι

ύψος, ανάστημα

Μεταφράσεις: μπόι

μπόι στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
build, height, stature, tall

μπόι στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
construir, altura, la altura, altura de, de altura, altura del

μπόι στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
bauen, Höhe, Höhen, der Höhe, Größe

μπόι στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
édifient, édifiez, édifions, maçonner, fonder, structure, poser, ériger, construire, charpenter, flanquer, élever, édifier, architecturer, bâtir, hauteur, la hauteur, taille, hauteur de, de hauteur

μπόι στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
fabbricare, edificare, costruzione, costruire, altezza, l'altezza, in altezza, altezza di, di altezza

μπόι στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
erigir, configuração, edificar, altura, altura de, de altura, altura do, a altura

μπόι στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
construeren, metselen, maken, bouwen, aanleggen, hoogte, lengte, de hoogte, hoogte van, hoog

μπόι στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
прокладывать, конструкция, воздвигнуть, построить, соорудить, сооружать, проложить, выстроить, воздвигать, встроить, стать, строить, форма, выстраивать, отстраивать, расстроить, высота, высоты, высоте, по высоте, высотой

μπόι στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
høyde, høyden

μπόι στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
bygga, uppföra, höjd, höjden

μπόι στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
perustaa, duunata, veistää, pystyttää, rakentaa, korkeus, kahdessa, korkeuden, korkeutta, korkeudella

μπόι στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
konstruere, bygge, højde, højden

μπόι στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
sloh, postavit, budovat, vybudovat, stavět, výška, výšky, výškově, výšku, výšce

μπόι στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zabudować, wmurować, bazowanie, opierać, wymurować, zbudowanie, konstrukcja, wybudowanie, dobudować, budować, budowa, skonstruować, kompilować, skompilować, bazować, wznieść, wysokość, wzrost, wysokości, height, wys

μπόι στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
magasság, magassága, magasságát, magasságban, magasságú

μπόι στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kurmak, yapmak, yükseklik, yüksekliği, boy, height, yükseklikte

μπόι στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
збудувати, побудувати, розбудувати, збудуйте, висота, короткі хвилі, Піднімаються, хвилі, короткі

μπόι στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
ndërtoj, konstruktoj, lartësi, lartësia, lartësia e, Lartesia, lartesi

μπόι στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
форма, височина, височината, височина на, на височината, ръст

μπόι στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
будаваць, вышыня, кароткія, кароткія хвалі, Паднімаюцца, Сярэдняя вышыня

μπόι στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kasvama, kogunema, ehitama, kõrgus, kõrgust, kõrguse, kõrgusega, kõrgusel

μπόι στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
izgradnja, izgraditi, izgradimo, podizati, visina, visine, visinu, visini, po visini

μπόι στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
byggja, hlaða, hæð, hæðin, á hæð

μπόι στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
statyti, konstrukcija, konstitucija, aukštis, Ūgis, aukščio, aukštį

μπόι στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
celt, būvēt, montēt, augstums, augstumu, augstuma, stūres, stūres reg

μπόι στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
висина, височина, висината, височината, height

μπόι στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
zidi, înălțime, înălțimea, inaltime, inaltimea, înălțimii

μπόι στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
sestavit, graditi, višina, višine, višino, višini, viśina

μπόι στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
postaviť, výška
Τυχαίες λέξεις