Bestätigte στα ελληνικά

Μετάφραση: bestätigte, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατασταλαγμένος, επιβεβαίωσε, επιβεβαιωθεί, επιβεβαιώθηκε, επιβεβαιώνεται, επιβεβαίωσαν
Bestätigte στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bestätigendes στα ελληνικά - καταφατική, καταφατικά, καταφατικής, θετική, καταφατική απάντηση
  • bestätigt στα ελληνικά - κατασταλαγμένος, επιβεβαίωσε, επιβεβαιωθεί, επιβεβαιώθηκε, επιβεβαιώνεται, επιβεβαίωσαν
  • bestätigten στα ελληνικά - επιβεβαίωσε, επιβεβαιωθεί, επιβεβαιώθηκε, επιβεβαιώνεται, επιβεβαίωσαν
  • bestätigung στα ελληνικά - απόδειξη, αναγνώριση, ενίσχυση, επιδοκιμασία, οπισθογράφηση, πειστήριο, επιβεβαίωση, ...
Τυχαίες λέξεις
Bestätigte στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατασταλαγμένος, επιβεβαίωσε, επιβεβαιωθεί, επιβεβαιώθηκε, επιβεβαιώνεται, επιβεβαίωσαν