Bestimmtheit στα ελληνικά
Μετάφραση: bestimmtheit, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκοπός, αποφασιστικότητα, βεβαιότητα, δικαίου, ασφάλεια, του δικαίου, ασφάλειας
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bestimmt στα ελληνικά - ασφαλώς, βεβαίως, βέβαια, σίγουρος, οριστικά, σίγουρα, βέβαιος, ...
- bestimmte στα ελληνικά - ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένο
- bestimmung στα ελληνικά - σκοπός, προμήθεια, αποβλέπω, συνάντηση, περατώνω, τελειώνω, ορισμός, ...
- bestimmungen στα ελληνικά - κανονισμοί, κανονισμούς, κανονιστικές, κανονισμών, κανονιστικών
Τυχαίες λέξεις
Bestimmtheit στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκοπός, αποφασιστικότητα, βεβαιότητα, δικαίου, ασφάλεια, του δικαίου, ασφάλειας
Μεταφράσεις: σκοπός, αποφασιστικότητα, βεβαιότητα, δικαίου, ασφάλεια, του δικαίου, ασφάλειας