Λέξη: οροπέδιο

Σχετικές λέξεις: οροπέδιο

οροπέδιο αγ. τριάδας καλοσκοπής φωκίδας, οροπέδιο νίδας, οροπέδιο λασιθίου, οροπέδιο της νίδας, οροπέδιο λασιθίου ξενώνες, οροπέδιο καθαρού, οροπέδιο του θιβέτ, οροπέδιο λιμνάκαρο, οροπέδιο ορισμός, οροπέδιο των μουσών

Μεταφράσεις: οροπέδιο

οροπέδιο στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
plateau, tableland, the plateau, plateau of

οροπέδιο στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
meseta, meseta de, altiplano, la meseta, plateau

οροπέδιο στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
hochebene, plateau, Plateau, Hochebene

οροπέδιο στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plateau, plateau de, palier, plateaux, plateau du

οροπέδιο στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
altopiano, plateau, pianoro, altipiano, altopiano di

οροπέδιο στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
laminar, placa, planalto, platô, patamar, plateau, planalto de

οροπέδιο στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
plat, plateau, blad, bordes, hoogvlakte, plateau van

οροπέδιο στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
нагорье, плато, плоскогорье

οροπέδιο στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
vidde, platå, platået, plateau

οροπέδιο στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
platå, platån, plateau

οροπέδιο στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
tasanko, laakio, ylätasanko, tasangolla, plateau, tasanne

οροπέδιο στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
plateau, plateauet, højslette, højsletten

οροπέδιο στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
podnos, plošina, plató, plateau, Náhorní plošina, plato

οροπέδιο στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
płaskowzgórze, płaskowyż, pogórze, taca, plateau, patera, płaskowyżu, Płaskowzgórze

οροπέδιο στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fennsík, fennsíkon, plató, plateau

οροπέδιο στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yayla, Plateau, plato, platosu, yaylası

οροπέδιο στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
проба, плато

οροπέδιο στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pllakë, pllajë, rrafshnaltë, rrafshnalta, pllajë të, fazë ku nuk riten

οροπέδιο στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
плато, платото, на плато, плато с

οροπέδιο στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
плато, плято

οροπέδιο στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
platoo, plateau, platool, platooni, platoole

οροπέδιο στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
visoravan, plato, visoravni, platoa, zaravan

οροπέδιο στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hálendi, jafnvægi, hásléttu, háslétta, hásléttu í

οροπέδιο στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
plynaukštė, plokščiakalnis, Plateau, plato, plynaukštėje

οροπέδιο στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
plakankalne, plato, plateau, plakums

οροπέδιο στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
висорамнина, плато, платото, висорамнината, на платото

οροπέδιο στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
platou, platoul, plateau, de platou, podiș

οροπέδιο στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
plató, planota, plateau, planote, plato, planoto

οροπέδιο στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plató, rovina, plošina, plošiny, pracovná plošina
Τυχαίες λέξεις