Λέξη: οροφή

Σχετικές λέξεις: οροφή

οροφή ορυκτής ίνας, οροφή ορισμός, οροφή τα 4.800 ευρώ τον χρόνο για το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, οροφή λεξικο, οροφή μπάνιου, οροφή ορυκτών ινών, οροφή ηλεκτρική ηλιου, οροφή βικιλεξικο, οροφή γυψοσανίδας, οροφή συνωνυμα

Συνώνυμα: οροφή

στέγη, ταράτσα, όριο, ταβάνι, ανώτατο ύψος

Μεταφράσεις: οροφή

οροφή στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
roof, ceiling, the roof, ceilings

οροφή στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
techado, tejado, techo, azotea, la azotea, techo de

οροφή στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
dach, überdachen, autodach, Dach, Daches, Überdachung

οροφή στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
toiture, toit, plafond, le toit, toit de, toits

οροφή στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
tetto, sul tetto, del tetto, tetto di, roof

οροφή στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tecto, teto, roma, telhado, cobrir, do telhado, telhado de

οροφή στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
dak, kap, overkapping, het dak, dakterras, dak van

οροφή στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кров, убежище, прибежище, кровля, крыть, приют, крыша, империал, навес, крыши, крыше, на крыше, крышей

οροφή στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
taket, tak, roof, lydløse

οροφή στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
tak, taket, roof

οροφή στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
katto, ulkokatto, katon, kattotelineet, katolla, katolle

οροφή στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
tag, taget, roof

οροφή στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
střecha, střešní, střechy, střechu, střechou

οροφή στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
dach, zadaszenie, podniebienie, dachu, na dachu, dachowy, roof

οροφή στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
fedél, tető, tetőn, tetőt, tetőre

οροφή στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
çatı, dam, tavan, roof, çatısı, bir çatı

οροφή στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
імперіал, дах, притулок, стріха, покрівля

οροφή στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
çati, kulmi, kulmit, kulmi i, çatia

οροφή στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
покрив, покрива, на покрива, покривна, покривната

οροφή στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
дах, столь, страха, крыша

οροφή στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
katus, katusereelingud, katuse, katusel, katusele

οροφή στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
krovištem, utočište, krov, krova, krovni, krovna, krovom

οροφή στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
þak, þaki, þakið, þakinu

οροφή στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
stogas, stogo, stogą, stogų, stogu

οροφή στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
jumts, jumta, jumtu

οροφή στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
кровот, покрив, покривот, кров, на покривот

οροφή στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
acoperiş, acoperiș, acoperis, pe acoperiș, de acoperiș, plafon

οροφή στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
streha, krov, streho, strehe, strehi, strešna

οροφή στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
strecha, koník, strechy

Στατιστικά δημοτικότητας: οροφή

Τυχαίες λέξεις