Beträchtlich στα ελληνικά
Μετάφραση: beträchtlich, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αξιόλογος, αρκετός, χαριτωμένος, αρκετά, πολύ, σημαντικά, αισθητά, σημαντική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- betrunkener στα ελληνικά - μεθύστακας, μεθυσμένος, Drunk, μεθυσμένο, μεθυσμένοι, μεθυσμένος ο
- betrunkenheit στα ελληνικά - μέθη, μέθης, τη μέθη, της μέθης, μεθύσι
- beträge στα ελληνικά - ποσά, τα ποσά, ποσότητες, ποσών, ποσά που
- beträgt στα ελληνικά - είναι, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, είναι η
Τυχαίες λέξεις
Beträchtlich στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αξιόλογος, αρκετός, χαριτωμένος, αρκετά, πολύ, σημαντικά, αισθητά, σημαντική
Μεταφράσεις: αξιόλογος, αρκετός, χαριτωμένος, αρκετά, πολύ, σημαντικά, αισθητά, σημαντική