Bewässern στα ελληνικά
Μετάφραση: bewässern, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ποτίζω, ύδωρ, αρδεύω, νερό, άρδευση, την άρδευση, αρδεύουν, ποτίσει
Μεταφράσεις
- bewältigte στα ελληνικά - κατακτηθεί, κυριαρχήσει, αφομοιωθεί, μάθει, κατακτήσει
- bewältigung στα ελληνικά - κάλυψη, αντιμετώπιση, αντιμετώπισης, την αντιμετώπιση, να αντιμετωπίσουν, αντιμετωπίσουν
- bewässernd στα ελληνικά - πότισμα, το πότισμα, ποτίσματος, πότισμα των, το πότισμα των
- bewässert στα ελληνικά - αρδευόμενες, αρδευόμενη, αρδευόμενων, αρδευόμενης, αρδευομένων
Τυχαίες λέξεις
Bewässern στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ποτίζω, ύδωρ, αρδεύω, νερό, άρδευση, την άρδευση, αρδεύουν, ποτίσει
Μεταφράσεις: ποτίζω, ύδωρ, αρδεύω, νερό, άρδευση, την άρδευση, αρδεύουν, ποτίσει