Λέξη: πεζότητα

Συνώνυμα: πεζότητα

κενολογία, πεζότης

Μεταφράσεις: πεζότητα

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
banality, prosaicism, prosiness
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
prosaísmo
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
banalität, prosaicism
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
banalité, prosaïsme
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
prosaicism
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
prosaicism
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
prosaicism
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
трафаретность, тривиальность, избитость, трюизм, банальность, пошлость, prosaicism
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
prosaicism
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
prosaicism
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
latteus, prosaicism
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
prosaicism
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
všednost, banálnost, banalita, prosaicism
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
banalność, banał, prosaicism
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
banalitás, prosaicism
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
prosaicism
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
банальність, prosaicism
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prosaicism
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
подлостя, prosaicism
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
prosaicism
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
banaalsus, labasus, prosaicism
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prosaicism
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
prosaicism
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
proziškumas
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prosaicism
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
prosaicism
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
prosaicism
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
banálnost, prosaicism
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
banalita, prosaicism
Τυχαίες λέξεις