Λέξη: πειθήνιος

Σχετικές λέξεις: πειθήνιος

πειθήνιος σημαίνει, πειθήνιος προταση, πειθήνιος βικιλεξικο, πειθήνιος ετυμολογία

Συνώνυμα: πειθήνιος

υπάκουος, διδακτός, υπόλογος, υπαγόμενος, υποτακτικός, υπακούων, υποχωρών

Μεταφράσεις: πειθήνιος

πειθήνιος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
meek, docile, obedient, submissive, amenable

πειθήνιος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
apacible, obediente, dócil, sumiso, manso, dóciles, docilidad

πειθήνιος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sanftmütig, gehorsam, mild, gelehrig, bescheiden, hold, folgsam, fügsam, docile, gefügig

πειθήνιος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
placide, sage, clément, tempéré, bénin, soumis, obéissant, docile, mou, doux, humble, intelligent, tendre, dociles, docilité

πειθήνιος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mansueto, docile, ubbidiente, obbediente, docili, docilità, arrendevole

πειθήνιος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
obediente, dócil, dóceis, docile, docilidade

πειθήνιος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tam, mak, deemoedig, gewillig, volgzaam, gehoorzaam, willig, gedwee, volgzame, docile, dociel

πειθήνιος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
кроткий, бессловесный, дельный, понятливый, смиренный, смирный, безропотный, башковитый, понятливость, послушный, покорный, мягкий, сметливый, послушным, послушными, послушная, послушной

πειθήνιος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
lydig, føyelig, docile, helgardere deg, helgardere, medgjørlig

πειθήνιος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
lydig, fogliga, foglig, läraktig, läraktiga, docile

πειθήνιος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kuuliainen, hillitty, alistuva, säyseä, tottelevainen, sävyisä, sopuisa, nöyrä, lauhkea, oppivainen, docile, tottelevaista, sävyisiä

πειθήνιος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
lydig, føjelig, føjelige, lærenem, lydige

πειθήνιος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
učenlivý, povolný, měkký, poddajný, mírný, poslušný, učenlivá, poslušná, poslušní

πειθήνιος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
łagodny, skromny, potulny, pojętny, posłuszny, uległy

πειθήνιος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
alázatos, szófogadó, tanulékony, engedelmes, engedelmesek, szelíd, tanulékonyak

πειθήνιος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
itaatli, uysal, docile, uysal bir, uslu

πειθήνιος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
тямущий, слухняний, покірний, нагорода, слухняна

πειθήνιος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
i urtë, i dëgjuar, urtë, gatshëm për të mësuar, urte

πειθήνιος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
податлив на обработка, схватлив, послушно, послушен, хрисим

πειθήνιος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
паслухмяны, паслухмяная, пакорлівы

πειθήνιος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
alandlik, leebe, õpihimuline, sõnakuulelik, kannatlik, kuulekas, kuulekate, alistuva, õppimisvõimeline, kuulekalt

πειθήνιος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
mek, blag, poučljiv, mekan, poslušan, pokoran, popustljiv, dobar, poslušne, poučljiva, poslušna, pitomo

πειθήνιος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
hlýðinn, þæg, viðráðanlegir

πειθήνιος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
supratingas, paklusnus, paklusnūs, klusnūs, paklusni

πειθήνιος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
paklausīgs, pakļāvīgs, pakļāvīgi, viegli apstrādājams

πειθήνιος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
послушни, послушен, покорен, послушно, во покорен

πειθήνιος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
ascultător, docil, docili, docilă, docile, docila

πειθήνιος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
poslušna, pokoren, ubogljive, docile, poslušni

πειθήνιος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
poddajný, pokorný, skromný, poslušný, poslušným, sa poslušným, poslušné
Τυχαίες λέξεις