Beweisen στα ελληνικά
Μετάφραση: beweisen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
στοιχεία, απόδειξη, αποδεικνύω, μαρτυρία, εμφαίνω, αποδείξεις, παράσταση, δείχνω, αποδειχθεί, αποδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- beweisbare στα ελληνικά - ευαπόδεικτος, αποδείξιμοι, αποδείξιμη, αποδείξιμες, αποδείξιμα
- beweisbarkeit στα ελληνικά - αποδειξιμότητα, την αποδειξιμότητα, η αποδειξιμότητα
- beweisend στα ελληνικά - αποδεικνύοντας, αποδεικνύουν, αποδεικνύει, που αποδεικνύει, που αποδεικνύουν
- beweiserhebliche στα ελληνικά - αποδεικτική, Αποδεικτικά, την απόδειξη, με την απόδειξη, Πειστήριο
Τυχαίες λέξεις
Beweisen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: στοιχεία, απόδειξη, αποδεικνύω, μαρτυρία, εμφαίνω, αποδείξεις, παράσταση, δείχνω, αποδειχθεί, αποδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει
Μεταφράσεις: στοιχεία, απόδειξη, αποδεικνύω, μαρτυρία, εμφαίνω, αποδείξεις, παράσταση, δείχνω, αποδειχθεί, αποδεικνύουν, αποδείξουν, αποδείξει, να αποδείξει