Λέξη: παροικία

Σχετικές λέξεις: παροικία

παροικία αγγλικά, παροικία αποικία, παροικία ή νάουσα, παροικία ορισμός, λεσβιακή παροικία, παροικία λονδίνου, παροικία translation, παροικία βικιλεξικο, παροικία βικιπαιδεια, παροικία πάρου

Συνώνυμα: παροικία

αποικία, κοινότητα, κοινωνία, κοινότης, ταυτότητα

Μεταφράσεις: παροικία

παροικία στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
colony, community, Parikia, Paroikia

παροικία στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
colonia, comunidad, la comunidad, comunidad de, comunitario, comunitaria

παροικία στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
siedlung, kolonie, Gemeinde, Gemeinschaft, Community, Gemeinschafts

παροικία στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
hameau, colonie, possession, peuplement, communauté, communautaire, collectivité, la communauté, communautaires

παροικία στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
colonia, comunità, community, community di, comunità di, della comunità

παροικία στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
comunidade, comunidade de, da comunidade, comunitário, comunitária

παροικία στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
nederzetting, kolonie, volksplanting, gemeenschap, Community, communautair, de communautaire, de gemeenschap

παροικία στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
селение, семья, поселение, колония, сообщество, сообществе, сообщества

παροικία στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
koloni, fellesskapet, samfunnet, samfunn, fellesskap

παροικία στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
koloni, gemenskap, samfundet, Community, samhället, forumet

παροικία στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siirtola, siirtomaa, asutus, alusmaa, pesäke, uudisasutus, yhteisö, yhteisön, yhteisössä, yhteisöä, yhteisöön

παροικία στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
bosættelse, fællesskab, samfund, community, samfundet, fællesskabet

παροικία στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kolonie, osada, obec, společenství, komunita, komunity, komunitní

παροικία στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kolonia, osada, społeczność, wspólnota, gmina, społeczeństwo, społeczności

παροικία στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
közösség, közösségi, közösséget, közösségéhez, közösségben

παροικία στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
koloni, sömürge, topluluk, toplum, Topluluğu, yorumu, toplumsal

παροικία στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
родина, сім'я, оселення, поселення, колонія, співтовариство, спільнота, товариство, спільноту, спільноти

παροικία στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
komuniteti, bashkësia, komunitetit, komunitet, të komunitetit

παροικία στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
колония, общност, Общността, на Общността

παροικία στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
супольнасць, супольнасьць, суполка, супольніцтва

παροικία στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kogukond, ühenduse, kogukonnaga, kogukonna, üldsuse

παροικία στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
naseobina, koloniju, kolonija, kolonije, zajednica, zajednice, zajednici, zajednicu, društvene

παροικία στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samfélag, Community, samfélagið, samfélaginu, samfélagsins

παροικία στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
colonia

παροικία στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
gyvenvietė, kolonija, bendruomenė, bendruomenės, Bendrija, bendruomenę, bendruomenei

παροικία στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apmetne, kolonija, kopiena, sabiedrība, kopienas, sabiedrības, sabiedrībai

παροικία στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
заедница, заедницата, на заедницата, во заедницата

παροικία στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
comunitate, comunității, comunitatea, comunitar, comunitare

παροικία στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
skupnost, skupnosti, Skupnosti za

παροικία στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
obec, Mesto, obce, obec od, Spoločenstvo
Τυχαίες λέξεις