Bleich στα ελληνικά
Μετάφραση: bleich, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ωχρός, ξανθός, χλωμός, κίτρινος, χλωμό, ωχρό, απαλό
Μεταφράσεις
- bleibend στα ελληνικά - αριστερός, έφυγα, μόνιμος, μονός, διαρκείας, αδιάπτωτος, άφησα, ...
- bleibt στα ελληνικά - λείψανα, ερείπια, υπολείμματα, απομεινάρια, παραμένει
- bleiche στα ελληνικά - χλωμός, χλωμό, ωχρό, απαλό
- bleichen στα ελληνικά - άσπρος, χλωρίνη, λευκός, λευκαντικό, λευκό, λευκαντικού, λεύκανσης, ...
Τυχαίες λέξεις
Bleich στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ωχρός, ξανθός, χλωμός, κίτρινος, χλωμό, ωχρό, απαλό
Μεταφράσεις: ωχρός, ξανθός, χλωμός, κίτρινος, χλωμό, ωχρό, απαλό