Λέξη: πουλάρι

Συνώνυμα: πουλάρι

πώλος

Μεταφράσεις: πουλάρι

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
foal, colt, pony
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
potro, potrillo, potro de, el potro, del potro
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
fohlen, Fohlen, foal, Fohlens
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
poulain, béjaune, foal, son poulain, poulains, le poulain
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
puledro, foal, puledri
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
potro, foal, do potro, potro do, potro de
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
veulen, foal, veulen van, veulentje, drachtig
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
жеребенок, кольт, осленок, верблюжонок, ожеребиться, жеребёнок, жеребиться, линек, жеребенка, жеребенком, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
føll, fole, føllet, foal
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
föl, fölet, dräktig, avkomma, foal
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
orivarsa, varsa, varsan, foal, varsasta, varsansa
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
føl, føllet, foal, fol, drægtig
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
hříbě, zelenáč, hříběte, hříbátko, foal
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
źrebak, młokos, oźrebić, źrebię, debiutant, źrebienie, foal, rebi
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csikó, foal, paci
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
tay, foal, tayın, SIPA, doğurmak
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
лоша, жеребитися, осля, кольт, верблюденя, лошатко, жеребенок, лошак
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
mëz, kërriç, pjell, pjellë, visk
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
конче, жребче, жребчето, жребец, кончето
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
жарабя, жарабятка, жарабё, жарэбчык, маладое жарабя
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kolt, poegima, varss, sälg, täkkvarss, varsa, varssadel, varsaga, vahetult peale sündimist
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
deran, ždrijebe, oždrijebiti se, oždrijebiti, mladetu, na ždrijebe
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
folald, folaldið, folaldið sem, Folaldi, folaldakjöt
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kumeliukas, kumeliukai, kumeliuką, Česnakas apie angliškų žodžių, asilės jauniklio
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kumeļš, kumeļu, foal, kumeļi, atnesties
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
магаренце, Ждребето
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
mânz, foal, manz, mânz de, mânzului
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
žrebe, žrebičkov, žrebeta, žrebička, žrebiček
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
hríbe, žriebä, žriebäťom
Τυχαίες λέξεις