Blockieren στα ελληνικά
Μετάφραση: blockieren, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μπαρ, κάγκελο, φραγμός, παρακωλύω, δυσχεραίνω, κωλυσιεργώ, συνωστισμός, εμποδίζω, στηρίγματα, φράζω, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- blockhaus στα ελληνικά - ξύλινη καλύβα, καλύβα
- blockhäuser στα ελληνικά - ξύλινα σπίτια, ξύλινες κατοικίες, ξύλινα σπιτάκια, σπίτια από κορμούς
- blockiert στα ελληνικά - μπλοκαριστεί, αποκλεισμένη, αποκλειστεί, μπλοκάρει, αποκλεισμένος
- blockierung στα ελληνικά - απραξία, παρακώλυση, στένωση, κλείδωμα, αποκλεισμού, μπλοκάροντας, μπλοκάρισμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Blockieren στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μπαρ, κάγκελο, φραγμός, παρακωλύω, δυσχεραίνω, κωλυσιεργώ, συνωστισμός, εμποδίζω, στηρίγματα, φράζω, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
Μεταφράσεις: μπαρ, κάγκελο, φραγμός, παρακωλύω, δυσχεραίνω, κωλυσιεργώ, συνωστισμός, εμποδίζω, στηρίγματα, φράζω, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες