Diät στα ελληνικά

Μετάφραση: diät, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαιτολόγιο, διατροφή, δίαιτα, διατροφής, δίαιτας, τη διατροφή
Diät στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • divisor στα ελληνικά - διαιρέτης, διαιρέτη
  • diwan στα ελληνικά - ντιβάνι, Divan, ντιβανιού, Το Divan, ντιβανιών
  • diäten στα ελληνικά - δίαιτες, διατροφή, διατροφής, διατροφές, δίαιτα
  • diätetik στα ελληνικά - διαιτολογία, Διαιτολογίας, της διαιτολογίας, τη διαιτητική, διαιτολογικού
Τυχαίες λέξεις
Diät στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαιτολόγιο, διατροφή, δίαιτα, διατροφής, δίαιτας, τη διατροφή