Λέξη: φοιτήτρια

Σχετικές λέξεις: φοιτήτρια

φοιτήτρια βρέθηκε απαγχονισμένη στη ρόδο, φοιτήτρια βρήκε τρόπο να βγάζει 400-500€ την εβδομάδα δε θα πιστέψεις πώς τα καταφέρνει, φοιτήτρια ιατρικής δημοπρατεί την παρθενιά της, φοιτήτρια ιατρικής δημοπρατεί την παρθενιά της...(φωτο), φοιτήτρια του τει λάρισας σε προσωπικές στιγμές, φοιτήτρια βρέθηκε απαγχονισμένη, φοιτήτρια με aids, φοιτήτρια που γδύθηκε μέσα στην τάξη, φοιτήτρια στη πάτρα αναστάτωσε κεντρικό μπαρ δείτε τι έκανε, φοιτήτρια κομμάτια από το ποτό... αυτοϊκαvοποιούνταν μέσα σε

Μεταφράσεις: φοιτήτρια

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
student, a student, student at, student in
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
alumno, estudiante, discípulo, estudiantes, estudiante de, estudiantil
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gelehrte, schüler, wissenschaftler, student, schulkind, Schüler, Student, Schülerin, Studierende, Studenten
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
savant, étudiant, disciple, écolier, élève, élevé, étudiants, élèves, étudiante
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
studente, allievo, studenti, studente di, degli studenti
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
estudante, aluno, estudantes, estudante de, alunos
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
leerling, wetenschapper, student, geleerde, studenten
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ученик, изучающий, студентка, ученичество, стипендиат, отличник, слушатель, учащийся, студент, курсант, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
student, elev, studenten, studentens
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
student, studenten, studerande, elev, eleven
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
opiskelija, oppinut, oppilas, opiskelijan, opiskelijoiden, oppilaan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
elev, student, studerende, studerendes
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
žák, student, studenta, studentů, studentem, studentka
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
słuchacz, student, uczeń, studentów, studentem, studenta
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
diák, hallgató, hallgatói, tanuló, diákok
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bilgin, öğrenci, Student, öğrencisi, öğrencinin, öğrencilerin
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
студент, студентка, стипендіат, вивчаючий, учень
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
student, studenti, nxënës, nxënësi, student i
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
студент, ученик, студентите, студентка, студентски
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
студэнт
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
õpilane, üliõpilane, üliõpilaste, õpilase, õpilaste
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
đak, student, učenik, studenata, studenta, studentica
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
nemandi, nemandinn, námsmaður, nemanda, nemendur
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
discipulus
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
moksleivis, studentas, tyrinėtojas, studentų, studento, student, mokinys
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
students, pētnieks, studente, studentu, studentam, studenta
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
студент, студентот, студентите, студентски, ученикот
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
student, elev, studenților, de student, studentă
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
študentka, študent, student, študentski, učenec
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
študent, student, študentom

Στατιστικά δημοτικότητας: φοιτήτρια

Τυχαίες λέξεις