Λέξη: κέρμα
Σχετικές λέξεις: κέρμα
το κέρμα, κέρμα πεντακοσάρικο, κέρμα 500 δραχμές, κέρμα των 500 δραχμών, κέρμα ευρώ, κέρμα 500 δραχμών, κέρμα ονειροκρίτης, κέρμα ελλάς επε, ρέμος κέρμα, κέρμα οτε
Συνώνυμα: κέρμα
νόμισμα, κόπτω νομίσματα, ένδειξη, τεκμήριο, σημείο, ειδικό νόμισμα
Μεταφράσεις: κέρμα
κέρμα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
coin, token, coin is, a coin, chip
κέρμα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
moneda, monedas, moneda de, la moneda, de monedas
κέρμα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
münze, prägen, münzen, geldstück, ausprägen, Münze, Münzen, Medaille
κέρμα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
monnaie, argent, pièce de monnaie, pièce, pièces, coin
κέρμα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
zecca, coniare, moneta, denaro, della moneta, coin, moneta da, di monete
κέρμα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
moeda, moedas, moeda de, coin, de moedas
κέρμα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
munt, penning, geldstuk, muntstuk, munten, coin, medaille
κέρμα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гривенник, пуансон, отчеканивать, чеканить, деньги, отчеканить, сфабриковать, фабриковать, состряпать, монета, монеты, монет, монету, монетки
κέρμα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
mynt, mynten, coin, mynter
κέρμα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
pengar, mynt, myntet, coin
κέρμα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
killinki, kolikko, lantti, raha, ropo, kolikon, coin, kolikoilla, kolikkoa
κέρμα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
mønt, mønten, mønter, sag, coin
κέρμα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
peníze, peníz, mince, mincí, minci, na mince, coin
κέρμα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
drobniak, moneta, ukuć, kuć, neologizm, bilon, monety, coin, monet, na monety
κέρμα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
érme, érmét, pénzérme, érem, coin
κέρμα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sikke, para, Coin, jeton, madeni para
κέρμα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фабрикувати, монета, сфабрикувати, карбувати, монету, монети
κέρμα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
monedhë, pare, Monedha, monedhë të, monedhës, monedhë e
κέρμα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
монета, монети, монетата, на монети
κέρμα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
манета, монета
κέρμα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
münt, vermima, mündi, müntide, mündid, coin
κέρμα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
novčić, kovanica, novac, kovati, Coin, kovanice
κέρμα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
mynt, Coin, Peningasafnari, myntar, Leynipeningurinn
κέρμα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
nummus
κέρμα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
moneta, Monetų, monetos, monetas
κέρμα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
monēta, Monētu, monētas, Coin, monētām
κέρμα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
валутата, паричка, монета, монетите, монети, проблемот
κέρμα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
monedă, monede, moneda, de monede, monedă de
κέρμα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kovanec, Na kovancu, kovancu, coin, kovanec za
κέρμα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
mince, minca, mincí
Τυχαίες λέξεις