Durchmesser στα ελληνικά

Μετάφραση: durchmesser, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διάμετρος, διάμετρο, διαμέτρου, με διάμετρο
Durchmesser στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • autorisation στα ελληνικά - εξουσιοδότηση, άδεια, άδειας, έγκριση, αδείας
  • bestäubt στα ελληνικά - γονιμοποιούνται, επικονιάζονται, επικονιάσθηκαν, επικονιάστηκαν, επικονιάσεως
  • beträgt στα ελληνικά - είναι, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, είναι η
  • butterkäse στα ελληνικά - ήπιος, πράος, βούτυρο τυρί
Τυχαίες λέξεις
Durchmesser στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διάμετρος, διάμετρο, διαμέτρου, με διάμετρο