Λέξη: πούδρα
Σχετικές λέξεις: πούδρα
πούδρα mac, πούδρα make up, πούδρα προσώπου, πούδρα max factor, πούδρα seventeen, πούδρα μαλλιών, πούδρα la roche posay, πούδρα αμυγδάλου, πούδρα avene, πούδρα estee lauder
Συνώνυμα: πούδρα
τάλκης, τάλκ, στεατίτης, σαπουνόχωμα, σκόνη, κονίς, πυρίτις, πυρίτιδα, μπαρούτι
Μεταφράσεις: πούδρα
πούδρα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
powder, face powder, talc, powder is, powder was
πούδρα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
polvorear, pulverizar, polvo, empolvar, polvos, en polvo, polvo de, de polvo, el polvo
πούδρα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
schießpulver, pulverisieren, staub, zerquetschen, zerdrücken, pulver, Pulver, Puder, Pulvers
πούδρα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
saupoudrer, pulvériser, poudrer, poussière, poudre, en poudre, la poudre, de poudre, poudre de
πούδρα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
polvere, cipria, in polvere, polveri, polvere di, di polvere
πούδρα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pobreza, pó, em pó, pó de, de pó, do pó
πούδρα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gruis, pulver, bepoederen, poeder, toiletpoeder, poedervorm
πούδρα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
припудриться, пудрить, обсыпать, пудриться, пудра, присыпка, усыпать, попудрить, пыль, порох, припудриваться, распылять, запудрить, порошок, порошка, порошковой, порошковое
πούδρα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
pulver, pulverisere, pudder, pulveret, powder
πούδρα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
stoft, puder, krut, pulver, pulvret
πούδρα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruuti, puru, jauhe, pöly, nuuska, pulveri, jauho, jauhetta, jauheena, jauheen, aine
πούδρα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
krudt, pudder, pulver, støv, pulveret, pulverform
πούδρα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
poprášit, prach, prášek, pudr, rozdrtit, rozemlít, posypat, prášku, práškové, prášková, práškový
πούδρα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
pudrowanie, przysypka, upudrować, puder, zasypka, obsypywać, miał, proch, proszkować, napudrować, posypywać, pył, proszek, pudrować, wypudrować, proszku, w proszku, proszkowo
πούδρα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
por, port, por formájában, por alakjában
πούδρα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
barut, pudra, toz, tozu, bir toz
πούδρα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
злиденний, порошок
πούδρα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pudër, pluhur, Powder, Pudër, Rimel, pluhur të
πούδρα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прах, пудра, на прах, прахова
πούδρα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пыл, парашок, порошок
πούδρα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
puuder, püssirohi, puuderdama, pulber, pulbri, pulbrina, pulbrit, pulbriga
πούδρα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
prašak, barut, prah, prašina, tucati, prahu, u prahu, praha
πούδρα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
duft, stungulyfsstofn, duftið, púður, stofn
πούδρα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
pulvis
πούδρα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
milteliai, parakas, pudra, miltelių, miltelius, milteliais
πούδρα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
šaujampulveris, pulveris, pūderis, pulvera, pulveri, pulverveida
πούδρα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
барут, прав, во прав, прашок, прашина, прашок за
πούδρα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
praf, pudră, pulbere, de pulbere, pulbere de
πούδρα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
pur, prášek, prah, prahu, prašek, v prahu
πούδρα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prach, prášok, prášok a, prášku
Στατιστικά δημοτικότητας: πούδρα
Τυχαίες λέξεις