Eigenes στα ελληνικά
Μετάφραση: eigenes, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατέχω, της], τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- abgeneigt στα ελληνικά - αντίθετος, απεχθάνονται, αποστρέφονται, αποστροφή, αποστρέφονται τον
- alaun στα ελληνικά - στυπτηρία, alum, στυπτηρίας, στύψη, η στυπτηρία
- auslösung στα ελληνικά - ελευθέρωση, απελευθέρωση, απελευθέρωσης, αποδέσμευσης, αποδέσμευση
- drehzahlerhöhung στα ελληνικά - αύξηση της ταχύτητας, την αύξηση της ταχύτητας, ταχύτητα αύξηση, αυξανομένης της ταχύ
Τυχαίες λέξεις
Eigenes στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατέχω, της], τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική
Μεταφράσεις: κατέχω, της], τα δικά, δική, δικά, το δικό, τη δική