Λέξη: επιτιθέμενος

Συνώνυμα: επιτιθέμενος

επιτιθεμένος

Μεταφράσεις: επιτιθέμενος

επιτιθέμενος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
attacker, assailant, aggressor, attacking, attackers

επιτιθέμενος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
atacante, agresor, intruso, el atacante, malintencionado

επιτιθέμενος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
angreifer, Angreifer, Angreifers

επιτιθέμενος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
assaillant, attaquant, agresseur, pirate, malveillant

επιτιθέμενος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
assalitore, aggressore, attaccante, utente malintenzionato, malintenzionato

επιτιθέμενος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
assaltante, atacante, invasor, intruso, agressor

επιτιθέμενος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanvaller, kwaadwillende, hacker, de aanvaller

επιτιθέμενος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
противник, нападающий, атакующий, злоумышленник, злоумышленнику, взломщик

επιτιθέμενος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
angriper, angriperen, angripe, inntre

επιτιθέμενος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
angripare, angriparen, angripa, anfallaren, attackerare

επιτιθέμενος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
hyökkääjä, hyökkääjän, hyökkääjälle, hyökkääjät, hyökkääjää

επιτιθέμενος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
angriber, hacker, angriberen, hackeren

επιτιθέμενος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
útočník, útočníkovi, útočníka

επιτιθέμενος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
agresor, napastnik, zamachowiec, atakująca, atakujący, atakujÄ, atakującej

επιτιθέμενος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
támadó, támadónak, támadók, a támadó, a támadók

επιτιθέμενος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
saldırgan, saldırganın, bir saldırganın

επιτιθέμενος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
атакуючий, атакувальний, атакує, що атакує

επιτιθέμενος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
sulmues, sulmuesi, sulmuesit, sulmues i, sulmuesi i

επιτιθέμενος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
нападащия, хакер, нападател, атакуващият, нападателя, нападателят

επιτιθέμενος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
атакуючы, атакавалы, атакавальны

επιτιθέμενος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
ründaja, ründajal, ründajat, ründajale, hyökkääjän

επιτιθέμενος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
napadan, neprijatelj, napadač, napadaču, napadača, napadac, je napadač

επιτιθέμενος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
árásarmaður, er árásarmaður

επιτιθέμενος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
agresorius, užpuolikas, puolėjas, įsilaužėlis, įsilaužėliui, atakującej

επιτιθέμενος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
agresors, uzbrucējs, uzbrucēju, uzbrucējam, uzbrucēja

επιτιθέμενος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
напаѓачот, напаѓач, на напаѓачот, напаѓачот се

επιτιθέμενος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
agresor, atacator, atacatorul, atacatorului, atacator de, atacant

επιτιθέμενος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
napadalec, napadalcu, napadalca, napadalci

επιτιθέμενος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
útočník, krídelník, utocnik
Τυχαίες λέξεις