Einstecken στα ελληνικά
Μετάφραση: einstecken, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σπρώχνω, στριμώχνω, ζουλώ, βύσμα, χωμένος, πρίζα, ώθηση, μπήγω, στύβω, πράμα, συνδέστε, συνδέστε το, συνδέσετε, συνδέετε, συνδέσετε το
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- appetit στα ελληνικά - όρεξη, όρεξης, την όρεξη, της όρεξης, όρεξή
- auftanken στα ελληνικά - εφοδιάζονται με καύσιμα, ανεφοδιάζονται, ανεφοδιαστούν με καύσιμα, ανεφοδιασμό, ανεφοδιασμού
- basisband στα ελληνικά - baseband, βασικής ζώνης, βασικής συχνότητος, ζώνης βάσης, βασικής
- dargelegt στα ελληνικά - ορίζεται, που ορίζονται, ορίζονται, που καθορίζονται, που αναφέρονται
Τυχαίες λέξεις
Einstecken στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σπρώχνω, στριμώχνω, ζουλώ, βύσμα, χωμένος, πρίζα, ώθηση, μπήγω, στύβω, πράμα, συνδέστε, συνδέστε το, συνδέσετε, συνδέετε, συνδέσετε το
Μεταφράσεις: σπρώχνω, στριμώχνω, ζουλώ, βύσμα, χωμένος, πρίζα, ώθηση, μπήγω, στύβω, πράμα, συνδέστε, συνδέστε το, συνδέσετε, συνδέετε, συνδέσετε το