Λέξη: διώρυγα
Σχετικές λέξεις: διώρυγα
διώρυγα της κορίνθου αε, διώρυγα του σουέζ, διώρυγα κορίνθου, διώρυγα βόλγα-ντον, διώρυγα του παναμά, διώρυγα της γαλλίας, διώρυγα ξέρξη, διώρυγα στη νικαράγουα, διώρυγα νικαράγουα, διώρυγα ποτίδαιας
Συνώνυμα: διώρυγα
κανάλι, σωλήνας, αγωγός
Μεταφράσεις: διώρυγα
διώρυγα στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
canal, channel, a canal, Suez, acquisition channel
διώρυγα στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
canal, conducto, canal de, del Canal, del Canal de
διώρυγα στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
gracht, wasserstraße, kanal, Kanal, Kanals, Gang
διώρυγα στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
cloaque, égout, canal, conduit, tube, canal de, canaux, le canal
διώρυγα στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
canale, Canal, canale di, sul canale, del canale
διώρυγα στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
canais, canal, do canal, canal de, canal do
διώρυγα στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
gracht, vaart, wijk, kanaal, canal, het kanaal, de gracht
διώρυγα στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
проток, канал, проход, канала, Canal, каналов
διώρυγα στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kanal, canal, kanalen
διώρυγα στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
kanal, canal, kanalen, gången
διώρυγα στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
kaivanto, kanava, kanaali, kanavan, Canal, kanavalle, kanaalille
διώρυγα στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
kanal, kanalen, canal, Grande
διώρυγα στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
průplav, trubice, kanál, kanálek, stoka, Canal, kanálu
διώρυγα στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kanał, przewód, canal, kanału, kana, kanałem
διώρυγα στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
csatorna, Canal, csatornára, csatornán
διώρυγα στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
kanal, Canal, kanalı, bir kanal, kanalın
διώρυγα στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
канал, проходе, прохід
διώρυγα στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
kanal, kanali, kanalit, kanalit të, e kanalit
διώρυγα στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
канал, канала, канали, на канала
διώρυγα στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
канал, канале, канала
διώρυγα στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
kanal, Canal, kanali, kanalile, kanalit
διώρυγα στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
jaz, prokop, umjetni, kanal, rov, kanala, canal, kanalu, kanalski
διώρυγα στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
skurður, Canal, Skurðurinn, síki, skurðinum
διώρυγα στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
canalis
διώρυγα στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kanalas, Canal, kanalų, kanalą
διώρυγα στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
kanāls, Canal, kanālu, kanāla, kanālā
διώρυγα στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
канал, каналот
διώρυγα στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
canal, canalului, canalul, de canal, canal de
διώρυγα στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
kanál, canal, kanal, kanala, prekop, kanalom
διώρυγα στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
kanál, kanálov, kanála
Στατιστικά δημοτικότητας: διώρυγα
Τυχαίες λέξεις