Λέξη: εραστής

Σχετικές λέξεις: εραστής

εραστής για κλάματα (1988), εραστής για κλάματα, εραστής δυτικών προαστίων επεισόδιο 8, εραστής δυτικών προαστίων, εραστής δυτικών προαστίων επεισόδιο 5, εραστής δυτικών προαστίων επεισόδιο 20, εραστής δυτικών προαστίων επεισόδιο 31, εραστής από χαρτόνι, εραστής δυτικών προαστίων επεισόδιο 32, εραστής χωρίς γυναίκα

Συνώνυμα: εραστής

αγαπών, σπίθα, σπινθήρας, σπινθήρ, δανδής, θαυμαστής, χωρικός εραστής, χωρικός νεανίας, μνηστήρ, μνηστίρας, ενάγων, αθέμιτος εραστής, ερωμένη παλλακίδα, αγαπημένη, ερωμένη

Μεταφράσεις: εραστής

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
lover, a lover, lover of, her lover
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
amigo, amador, amado, amante, amante del, amante de, del amante, amante de la
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
geliebte, anhänger, geliebter, liebhaber, Liebhaber, Geliebte, Geliebten, lover
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
partisan, amant, amateur, maîtresse, amante, amoureux, amant de
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
innamorato, amante, amanti, dell'amante, lover
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
caro, belo, amante, encantador, formoso, amante do, amante de, lover, amante da
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
minnaar, vrijster, minnares, geliefde, vriend, vriendin, liefhebber, minnaar van, lover
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
зазноба, любитель, приверженец, любовник, возлюбленный, поклонник, лакомка, любовница, доброжелатель, сожитель, ...
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
elsker, lover, elskeren
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
vännen, älskare, vän, lover
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
rakastajatar, rakastaja, lover, ystävä, rakastajansa, rakastajan
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
elsker, kæreste, lover, elskers, elskerinde
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
milenec, milovník, milenka, milence, milencem, milovníka
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kochanek, amant, amator, wielbiciel, miłośnik, ukochany, kochanka, miłośnikiem
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
kedves, szerető, szeretője, szerelmes, szerelme, kedvese
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
sevgili, aşık, sevgilisi, lover, aşığı
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вродливий, чудовий, милий, красивий, гарний, коханець, любовник
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
dashnor, lover, dashnore, dashnor i, dashurin
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
любовник, любител, любовника, любовница, любим
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
палюбоўнік, каханак
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
armuke, armastaja, väljavalitu, lover, väljavalituks
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
dragan, dragana, obožavatelj, ljubavnik, ljubav, ljubitelj, ljubavnika, ljubavnica, zaljubljenik
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
elskhugi, Lover, elskhuga
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
meilužis, įsimylėjėlis, mylėtojas, lover, romanas, meilužio
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
mīļākais, mīļāko, lover, cienītājs, mīļotājs
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
љубовник, љубовникот, љубовница, љубител, љубител на
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
iubit, amant, iubitor, iubitul, iubitor de
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
milene, milenka, ljubimec, lover, ljubimca, ljubitelj, ljubiteljica
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
milenec, milenka, milovník, milenca

Στατιστικά δημοτικότητας: εραστής

Τυχαίες λέξεις