Einteilen στα ελληνικά

Μετάφραση: einteilen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαθμολογώ, αποφοιτώ, απόφοιτος, οργανώσει, οργανώνουν, οργανώνει, οργανώσουν, διοργανώνουν
Einteilen στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • abstoß στα ελληνικά - φρίκη, αηδία, Ελεύθερο, αντίπαλη εστία, την αντίπαλη εστία, μπάλα στα δίχτυα
  • antigen στα ελληνικά - αντιγόνο, αντιγόνου, αντιγόνων, το αντιγόνο, του αντιγόνου
  • begünstigter στα ελληνικά - δικαιούχος, δικαιούχο, δικαιούχου, δικαιούχων, δικαιούχους
  • branntweinbrenner στα ελληνικά - πνεύματα, οινοπνευματώδη, οινοπνευματώδη ποτά, αλκοολούχα ποτά, οινοπνευματωδών ποτών
Τυχαίες λέξεις
Einteilen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαθμολογώ, αποφοιτώ, απόφοιτος, οργανώσει, οργανώνουν, οργανώνει, οργανώσουν, διοργανώνουν