Λέξη: διαμελίζω
Συνώνυμα: διαμελίζω
αλλάζω, κατακόπτω, πελεκώ, λιανίζω, ανατέμνω, διαχωρίζω, διχοτομώ
Μεταφράσεις: διαμελίζω
διαμελίζω στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
dissect, dismember, chop
διαμελίζω στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
disecar, diseccionar, disección, analizar, la disección
διαμελίζω στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
sezieren, zergliedern, zerlegen, zu sezieren, zu zerlegen
διαμελίζω στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
analyser, sectionner, trancher, disséquer, découper, couper, décortiquer, de disséquer, dissection, disséquer les
διαμελίζω στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
sezionare, dissezionare, analizzare, dissezione, sviscerare
διαμελίζω στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
dissecar, dissecção, dissecá, dissect, dissecam
διαμελίζω στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
doorsnijden, ontleden, te ontleden, dissecteren, ontrafelen, ontleed
διαμελίζω στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
анализировать, рассекать, вскрывать, анатомировать, препарировать, рассекают, вскрыть
διαμελίζω στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
dissekere, dissect, dissekerer, å dissekere, disseksjon
διαμελίζω στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
dissekera, dissekerar, dissect, obducera, bena
διαμελίζω στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
ruotia, analysoida, viipaloida, leikellä, dissect, analysoivat
διαμελίζω στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
dissekere, dissekerer, at dissekere, Disseker
διαμελίζω στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
rozebrat, rozkrájet, rozpitvat, analyzovat, rozřezat, pitvat, disekci
διαμελίζω στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rozciąć, analizować, rozcinać, analizować wnikliwie, zrobić sekcję, wnikliwie, rozłożyć, dissect
διαμελίζω στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
elemez, felboncol, felboncolja, boncolgatni, felboncolni
διαμελίζω στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
incelemek, teşrih, disseke, diseke, tahlil
διαμελίζω στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
розсікати, розітніть, анатомувати, розкривати, розсікатимуть, розтинати
διαμελίζω στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pres, analizoj, të pres, të analizoj, çaj
διαμελίζω στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
анализирам, дисектирам, разрязвам, дисекция, дисекция на
διαμελίζω στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
рассякаць, рассекать, расцінаць
διαμελίζω στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
analüüsima, lahkama, lahata, lahkavad, Eristanud, lahkamiseks
διαμελίζω στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
rasijecati, secirati, secira, raščlaniti, seciraju
διαμελίζω στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
kryfja, að kryfja
διαμελίζω στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
perpjauti, skrosti, disekuoja, išskrosti, Anatomēt
διαμελίζω στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
preparēt, sagriezt, sadalīs, anatomēt
διαμελίζω στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
сецира, мизеријата, го сецира, расчлени, да го сецира
διαμελίζω στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
diseca, disece, a diseca, disecăm, diseci
διαμελίζω στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
razklati, razstavimo, secirati, seciral, razčleniti
διαμελίζω στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
pitvať
Τυχαίες λέξεις