Entzündung στα ελληνικά
Μετάφραση: entzündung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανάφλεξη, μίζα, πυροδότηση, διακόπτης, φλεγμονή, φλεγμονής, της φλεγμονής, τη φλεγμονή, φλεγμονές
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- addierwerk στα ελληνικά - οχιά, αθροιστής, αθροιστή, προσθήκη, προσθήκη αυτή, προσθηκών
- andersartigkeit στα ελληνικά - ετερότητα, ετερότητας, διαφορετικότητας, διαφορετικότητα, της διαφορετικότητας
- anfänger στα ελληνικά - αρχάριος, ατζαμής, εγκαινιάζω, ξεκινώ, ερασιτεχνικός, ερασιτέχνης, μυώ, ...
- auslösen στα ελληνικά - λύτρα, εξαγορά, σκανδάλη, ενεργοποίησης, σκανδάλης, έναυσμα, της σκανδάλης
Τυχαίες λέξεις
Entzündung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανάφλεξη, μίζα, πυροδότηση, διακόπτης, φλεγμονή, φλεγμονής, της φλεγμονής, τη φλεγμονή, φλεγμονές
Μεταφράσεις: ανάφλεξη, μίζα, πυροδότηση, διακόπτης, φλεγμονή, φλεγμονής, της φλεγμονής, τη φλεγμονή, φλεγμονές