Πυροδότηση στα γερμανικά

Μετάφραση: πυροδότηση, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
entzündung, zündung, Zündung, Brennen, Abfeuern, Feuer, Brand
Πυροδότηση στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: πυροδότηση

πυροδότηση συνώνυμο, πυροδότηση λεξικό γλώσσας γερμανικά, πυροδότηση στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • πυροβολώ στα γερμανικά - drehen, injizieren, schätzung, schießen, flamme, leidenschaften, feuer, ...
  • πυροβόλησα στα γερμανικά - mutmaßung, drehen, schießen, injektion, schütze, schätzung, vermutung, ...
  • πυροσβέστης στα γερμανικά - feuerwehrmann, heizer, feuergefäß, Feuerwehrmann, Feuerwehr
  • πυρόξανθος στα γερμανικά - kastanienbraun, rostbraun, auburn, kastanien
Τυχαίες λέξεις
Πυροδότηση στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: entzündung, zündung, Zündung, Brennen, Abfeuern, Feuer, Brand