Erstarrung στα ελληνικά
Μετάφραση: erstarrung, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
δυσκαμψία, ψυχρότητα, στερεοποίηση, στερεοποίησης, στερεοποιήσεως, τη στερεοποίηση, την στερεοποίηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- angemessenheiten στα ελληνικά - suitableness
- aufgegliedert στα ελληνικά - κατανεμημένες, αναλύονται, κατανεμημένα, κατανέμονται, κατανεμημένων
- batterie στα ελληνικά - μπαταρία, συστοιχία, μπαταρίας, της μπαταρίας, μπαταριών, συσσωρευτή
- drechsler στα ελληνικά - τορνευτής, τορναδόρος, Turner, Τέρνερ, ανατροπέας, τορναδόρο
Τυχαίες λέξεις
Erstarrung στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: δυσκαμψία, ψυχρότητα, στερεοποίηση, στερεοποίησης, στερεοποιήσεως, τη στερεοποίηση, την στερεοποίηση
Μεταφράσεις: δυσκαμψία, ψυχρότητα, στερεοποίηση, στερεοποίησης, στερεοποιήσεως, τη στερεοποίηση, την στερεοποίηση