Λέξη: ανακαινίζω

Σχετικές λέξεις: ανακαινίζω

ανακαινίζω στα αγγλικα, ανακαινίζω συνώνυμο, χτίζω ανακαινίζω, ανακαινίζω το σπίτι μου, ανακαινίζω το μπάνιο, ανακαινίζω ετυμολογία

Συνώνυμα: ανακαινίζω

ξελογιάζω, αυτοσχεδιάζω, επισκευάζω, ερωτοτροπώ, μαγεύω, αναμορφώνω, αναπλάθω, ανασχηματίζω, μεταρρυθμίζω, συμμορφώ, ξαναβάφω, στολίζω πάλι, επιδιορθώνω

Μεταφράσεις: ανακαινίζω

ανακαινίζω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
recondition, revamp, renovate, reface, redecorate, vamp

ανακαινίζω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
renovar, refacio, reface, rólogo, Prefacio

ανακαινίζω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
renovieren, rw ort, orwort, inlEitung, o rw ort, orw ort

ανακαινίζω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
renouer, rénovons, remanier, rénovez, rénovent, transformer, restaurer, renouveler, rénover, reconstituer, réface, Préface, réface À, Préface À, r é face

ανακαινίζω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
restaurare, rinnovare, rimodernare, ripristinare, reface, refazione

ανακαινίζω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
refácio, reface

ανακαινίζω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
oorwoord, o orw o ord, orw o ord

ανακαινίζω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
ставить, ремонтировать, перестраивать, переоборудовать, подновить, подновлять, поправлять, восстанавливать, отремонтировать, обновляться, обновлять, обновить, освежать, переделывать, reface

ανακαινίζω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Forord, ro rd

ανακαινίζω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
renovera, örord

ανακαινίζω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
entisöidä, kunnostaa, somistaa, uusia, uudistaa, korjata, kiillottaa, uusia jnk pinta, ohdanto, Johdan to

ανακαινίζω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
orord, ro rd

ανακαινίζω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
obnovit, předělat, renovovat, restaurovat, reface

ανακαινίζω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
rewidować, wyremontować, odnawiać, reorganizować, odnowić, odremontować, przerabiać, remontować, reface

ανακαινίζω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
reface

ανακαινίζω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yenileştirmek, rektifiyesi

ανακαινίζω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
перерахування, неясно, переоцінка, перераховування, reface

ανακαινίζω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
reface

ανακαινίζω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
починете, reface

ανακαινίζω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
reface

ανακαινίζω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
poleerima, värskendama, uuendama, renoveerima, Uued jnk pind

ανακαινίζω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
renovirati, obnoviti, preraditi, prezidati, reface

ανακαινίζω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
reface

ανακαινίζω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
reface

ανακαινίζω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
reface

ανακαινίζω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
reface

ανακαινίζω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reface fațadă, reface

ανακαινίζω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
opravit, reface

ανακαινίζω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
Reface
Τυχαίες λέξεις