Δυσκαμψία στα γερμανικά

Μετάφραση: δυσκαμψία, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
erstarrung, muskelkater, steifheit, steifigkeit, Inflexibilität, Unbeweglichkeit, Starrheit, Unflexibilität
Δυσκαμψία στα γερμανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: δυσκαμψία

δυσκαμψία στον αυχένα, δυσκαμψία δακτύλων, δυσκαμψία του αυχένα, δυσκαμψία υποστυλώματοσ, δυσκαμψία προβόλου, δυσκαμψία λεξικό γλώσσας γερμανικά, δυσκαμψία στα γερμανικά

Μεταφράσεις

  • δυσεπίλυτος στα γερμανικά - kompliziert, knotig, widerspenstig, hartnäckig, unnachgiebig, unlenksam, hartnäckigen
  • δυσκίνητος στα γερμανικά - träge, faul, schwerfällig, unhandlich, umständlich, mühsam
  • δυσκολία στα γερμανικά - problem, schwierigkeit, schwierigkeiten, problematik, Schwierigkeit, Schwierigkeiten, Schwierigkeitsgrad, ...
  • δυσκολοχώνευτος στα γερμανικά - unverdaulich, dyskolochoneftos
Τυχαίες λέξεις
Δυσκαμψία στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: erstarrung, muskelkater, steifheit, steifigkeit, Inflexibilität, Unbeweglichkeit, Starrheit, Unflexibilität