Essentiell στα ελληνικά

Μετάφραση: essentiell, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ουσιαστικά, ουσιώδης, απαραίτητος, ουσιωδών, απαραίτητο, ουσιώδη, απαραίτητη
Essentiell στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antagonist στα ελληνικά - ανταγωνιστής, ανταγωνιστή, ανταγωνιστού, ανταγωνιστή του, ανταγωνιστική
  • ausatmung στα ελληνικά - απόπνοια, εκπνοής, εκπνοή, την εκπνοή, της εκπνοής
  • bord στα ελληνικά - ράφι, πλευρά, μεριά, ζωής, ραφιού, στο ράφι, αποθήκευσης
Τυχαίες λέξεις
Essentiell στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ουσιαστικά, ουσιώδης, απαραίτητος, ουσιωδών, απαραίτητο, ουσιώδη, απαραίτητη