Λέξη: αναδασώνω

Συνώνυμα: αναδασώνω

αναδασώ

Μεταφράσεις: αναδασώνω

αναδασώνω στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
afforest, reforest, reafforest

αναδασώνω στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
reforestar, reforestación, la reforestación, reforestación de, reforestar las

αναδασώνω στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
wieder aufforsten, Wiederaufforstung, wieder aufzuforsten, aufzuforsten, reforest

αναδασώνω στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
peupler, boiser, reboiser, reboisement, reboiser les, de reboiser, le reboisement

αναδασώνω στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
riforestare, rimboschire, rimboschimento, reforest, riforestazione

αναδασώνω στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
reflorestar, reflorestamento, reflorestação, reforest, reflorestá

αναδασώνω στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
herbebossen, reforest, bebossen, herbebossing, te herbebossen

αναδασώνω στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
облесить, восстанавливать лесные массивы, облесение, восстановления лесов, восстановление леса, восстановления лесов на

αναδασώνω στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
Reforest

αναδασώνω στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
reforest, återbeskoga, beskoga, återbeskogar, nyplantering av skog

αναδασώνω στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
metsittää, metsittävänsä, metsittävänsä maatalousmaata

αναδασώνω στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
rejse skov, genbeplantning af skov, skov på

αναδασώνω στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
zalesnit, zalesnění, znovu zalesnit

αναδασώνω στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zalesiać, reforest, zalesić

αναδασώνω στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
újraerdősítésére

αναδασώνω στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
ağaçlandırmak, yeniden ağaçlandırmak, yeniden ormanlaştırılması, yeniden ağaçlandırmamız, reforest

αναδασώνω στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
залісіть, відновлювати, відбудовувати, відновити

αναδασώνω στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
reforest

αναδασώνω στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
лесонасаждение, залесяване, ежегодното засаждане на дървета

αναδασώνω στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
аднаўляць

αναδασώνω στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
metsastama, Metsastada, metsauuendust, metsauuendust teevad

αναδασώνω στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pošumiti, ponovno pošumi

αναδασώνω στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endurræktun skógar

αναδασώνω στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
atkurti miško masyvus, Apmežot, atželdinti miškus

αναδασώνω στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
apmežot

αναδασώνω στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
reforest

αναδασώνω στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
reîmpădurire, reforest, reîmpădurirea, reîmpăduri

αναδασώνω στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
reforest

αναδασώνω στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
zalesniť
Τυχαίες λέξεις