Λέξη: μοναξιά

Σχετικές λέξεις: μοναξιά

μοναξιά μου - πάνος καλίδης, μοναξιά φτάνεις κάποτε μοιραία, μοναξιά χιλιάδες φύλλα, μοναξιά μου όλα, μοναξιά μου, μοναξιά καλή μου φίλη, μοναξιά δεν είναι να είσαι μόνος, μοναξιά μου για πες στιχοι, μοναξιά συνώνυμα, μοναξιά ποιήματα

Συνώνυμα: μοναξιά

μυστικότης, μυστικότητα, ησυχία, ερημιά, απομόνωση, ερήμωση, απόγνωση, μόνωση

Μεταφράσεις: μοναξιά

μοναξιά στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
loneliness, solitude, aloneness, lonely

μοναξιά στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
soledad, la soledad

μοναξιά στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
einöde, vereinsamung, alleinsein, abgeschiedenheit, einsamkeit, Einsamkeit, die Einsamkeit, einsam, der Einsamkeit, Vereinsamung

μοναξιά στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
isolement, solitude, la solitude, de solitude

μοναξιά στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
isolamento, solitudine, la solitudine, loneliness, di solitudine

μοναξιά στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
solidão, loneliness, a solidão, da solidão, isolamento

μοναξιά στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
eenzaamheid, eenzaam, de eenzaamheid, eenzaamheid te

μοναξιά στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
уединенность, тоска, уныние, захолустье, одиночество, уединение, грусть, одиночества, одиночеством, одиночестве

μοναξιά στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ensomhet, ensomheten, ensom, ensomhets

μοναξιά στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
ensamhet, ensamheten

μοναξιά στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
yksinäisyys, yksinäisyyttä, yksinäisyyden, loneliness, yksinäisyydestä

μοναξιά στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
ensomhed, ensomheden

μοναξιά στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
osamocenost, osamění, osamělost, odloučení, samota, izolovanost, osamělosti, samoty

μοναξιά στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
samotnictwo, osamotnienie, głusza, samotność, samotności, loneliness, samotnością

μοναξιά στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
magányosság, elhagyatottság, magány, a magány, magányt, magánnyal

μοναξιά στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yalnızlık, yalnızlığı, yalnızlığın

μοναξιά στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
самітний, усамітнений, самотність, усамітнення, самотньо, самоту, самота, самітність, одиночество

μοναξιά στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vetmia, vetminë, vetmi, vetminë e, loneliness

μοναξιά στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
самота, самотата, самотност

μοναξιά στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адзінота, адзіноту, самоту, самота, адзіноцтва

μοναξιά στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
üksildus, üksindus, üksinduse, üksindust, üksilduse

μοναξιά στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
pustinja, usamljenost, samoća, osamljenost, usamljenosti, samoće

μοναξιά στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
einvera, einmanaleika, einmanaleiki, einsemd, einmanaleikinn, einsemdin

μοναξιά στα λατινικά

Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
solitudo

μοναξιά στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
vienišumas, Vienatvė, vienatvę, vienatvės, vienatve

μοναξιά στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
vientulība, vientulību, loneliness

μοναξιά στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
осаменост, осаменоста, самотијата, самотија, осама

μοναξιά στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
singurătate, singurătatea, singuratate, singuratatea, singurătății

μοναξιά στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
samota, osamljenost, osamljenosti, loneliness

μοναξιά στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
samota, osamelosť, osamelosti

Στατιστικά δημοτικότητας: μοναξιά

Τυχαίες λέξεις