Festklemmen στα ελληνικά
Μετάφραση: festklemmen, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πιάνω, συλλαμβάνω, σφίγγω, λαβή, κράτημα, σφιγκτήρας, σφιγκτήρα, σύσφιξης, σφικτήρα, του σφιγκτήρα
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aufbauen στα ελληνικά - ανατρέφω, διαπιστώνω, βρήκα, επιβάλλω, ανεγείρω, φυτεύω, καθιερώνω, ...
- autorisiert στα ελληνικά - εξουσιοδοτημένο, εξουσιοδοτημένος, επιτρέπεται, εξουσιοδότησε, εγκριθεί
- begleitende στα ελληνικά - συνοδευτικά, συνοδευτικό, συνοδευτικές, συνοδευτικών, συνοδευτική
- crash στα ελληνικά - πέφτω, κραχ, προσκρούω, πάταγος, δυστύχημα, σύγκρουση, συντριβή, ...
Τυχαίες λέξεις
Festklemmen στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πιάνω, συλλαμβάνω, σφίγγω, λαβή, κράτημα, σφιγκτήρας, σφιγκτήρα, σύσφιξης, σφικτήρα, του σφιγκτήρα
Μεταφράσεις: πιάνω, συλλαμβάνω, σφίγγω, λαβή, κράτημα, σφιγκτήρας, σφιγκτήρα, σύσφιξης, σφικτήρα, του σφιγκτήρα