Λέξη: κατήγορος

Σχετικές λέξεις: κατήγορος

δημόσιοσ κατήγοροσ, κατήγορος σημασία, σιωπηλός κατήγορος, κατήγορος του σωκράτη

Συνώνυμα: κατήγορος

ενάγων, εισαγγελεύς, μηνυτής

Μεταφράσεις: κατήγορος

κατήγορος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
prosecutor, accuser, incriminator, plaintiff, prosecution

κατήγορος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
fiscal, fiscalía, el fiscal, fiscal de, procurador

κατήγορος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
staatsanwalt, ankläger, Ankläger, Staatsanwalt, Staatsanwaltschaft, Anwalt

κατήγορος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
plaignant, procureur, poursuivant, ministère, parquet, procureur de

κατήγορος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
accusatore, procuratore, ministero, pubblico ministero, procura

κατήγορος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
promotor, promotor de justiça, procurador, Ministério Público, promotora

κατήγορος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanklager, justitie, van justitie, officier van justitie, openbare aanklager

κατήγορος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
истец, обвинитель, прокурор, прокурора, Обвинитель, прокурором, прокуратура

κατήγορος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
aktor, advokaten, påtalemyndigheten, anklager

κατήγορος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
åklagare, åklagaren, åklagarens, åklagar

κατήγορος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
syyttäjä, syyttäjän, syyttäjälle, syyttäjänä

κατήγορος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
anklager, anklageren, anklagers, offentlige anklagers, anklagemyndighed

κατήγορος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
prokurátor, žalobce, zástupce, státní zástupce, zastupitelství

κατήγορος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
oskarżyciel, prokurator, prokuratora, prokuratorem, prokuratura

κατήγορος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
ügyész, ügyészi, ügyésznek, ügyészt, ügyészségi

κατήγορος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
davacı, savcı, savcısı, savcının, başsavcısı

κατήγορος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
обвинувачі, прокурорський, прокурор, прокурора

κατήγορος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
prokuror, prokurori, prokurorit, prokurori i, prokuror i

κατήγορος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
прокурор, прокурор на, прокурора, обвинител

κατήγορος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
пракурор

κατήγορος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
prokurör, prokuröri, prokurörile, prokurörina, prokuröril

κατήγορος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
gonjenje, tužba, progon, progona, optužba, vođenje, tužilac, tužitelj, odvjetnik, tužiteljica, tuzzilac

κατήγορος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
saksóknara, saksóknari, sækjandi, að saksóknari, saksóknarinn

κατήγορος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaltintojas, prokuroras, prokuroro, prokurorui, prokurorė

κατήγορος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
prokurors, prokuroram, prokurore, prokurora, prokurore un

κατήγορος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
обвинител, обвинителот, тужител, обвинителка, обвинителство

κατήγορος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
procuror, procurorul, procurorului, de procuror

κατήγορος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
prokurátor, tožilec, tožilca, tožilstvo, tožilka, tožilec in

κατήγορος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
prokurátor, prokurátora
Τυχαίες λέξεις