Früher στα ελληνικά
Μετάφραση: früher, Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
γερμανικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εφάπαξ, κάποτε, πρόσθιος, πρώην, νωρίτερα, προηγούμενες, προγενέστερο, προηγουμένως, προγενέστερου
Μεταφράσεις
- ausfälle στα ελληνικά - απώλειες, απωλειών, ζημίες, οι απώλειες, ζημίες που
- beantragen στα ελληνικά - συνιστώ, συμβουλεύω, προτείνω, ισχύουν, ισχύει, εφαρμόζεται, εφαρμόζονται, ...
- bezeugen στα ελληνικά - μάρτυρας, μαρτυρία, μάρτυρα, μαρτύρων, μάρτυρες
- bootsmänner στα ελληνικά - βάρκα, σκάφος, πλοίο, σκάφους, σκαφών
Τυχαίες λέξεις
Früher στα ελληνικά - Λεξικό: γερμανικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εφάπαξ, κάποτε, πρόσθιος, πρώην, νωρίτερα, προηγούμενες, προγενέστερο, προηγουμένως, προγενέστερου
Μεταφράσεις: εφάπαξ, κάποτε, πρόσθιος, πρώην, νωρίτερα, προηγούμενες, προγενέστερο, προηγουμένως, προγενέστερου